- σάλευμα
- το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω]1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμανεοελλ.μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλααρχ.ασταθής κίνηση, κυματισμός, σάλος.
Dictionary of Greek. 2013.